- φωτοχημεία
- η фотохимия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτοχημεία — Μέρος της κινητικής χημείας, που αφορά τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες προκαλούνται ή επηρεάζονται από την έκθεση ενός συστήματος σε μια ακτινοβολία. Η προσφυγή στον όρο ακτινοβολία είναι για να υποδηλωθούν, σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες… … Dictionary of Greek
φωτοχημεία — η κλάδος της φυσικοχημείας που μελετά τις αντιδράσεις οι οποίες προκαλούνται από την επίδραση του φωτός σε διάφορα σώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοχημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοχημεία 2. φρ. «φωτοχημική αντίδραση» χημ. κάθε τύπος χημικής διεργασίας που διεγείρεται με την απορρόφηση υπέρυθρης, ορατής ή υπεριώδους φωτεινής ακτινοβολίας. επίρρ... φωτοχημικώς και φωτοχημικά… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
Κρούτζεν, Πάουλ — (Paul Crutzen, Άμστερνταμ 1933 –). Ολλανδός μετεωρολόγος. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός και το 1961 προσελήφθη ως προγραμματιστής στο τμήμα μετεωρολογίας του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Το 1963 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα… … Dictionary of Greek
Μπούνσεν, Ρόμπερτ Βίλχελμ φον- — (Robert Wilhelm von Bunsen, Γκέτινγκεν 1811 Χαϊδελβέργη 1899). Γερμανός χημικός. Ονομάστηκε υφηγητής στο Γκέτινγκεν (1833) και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κάσελ Μάρμπουργκ, Μπρεσλάου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ήταν ικανότατος… … Dictionary of Greek
Φρανκ, Τζέιμς — (Franck, Αμβούργο 1882 – Γκότιγκεν 1964). Αμερικανός φυσικός γερμανικής καταγωγής. Το 1935 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, και πήρε μέρος στις εργασίες για την δημιουργία της ατομικής βόμβας. Επιβεβαίωσε με… … Dictionary of Greek
φωτοχημικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοχημεία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)